- πρωτίδιο
- το, Ν(βιοχ.) παλαιότερη ονομασία τού πρωτεϊδίου.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. protide, άλλος τ. τού proteide].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πρωτιδικός — ή, ό, Ν [πρωτίδιο] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πρωτίδιο … Dictionary of Greek